Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Για το νομοσχέδιο που προβλέπει την ίδρυση φυλακών υψίστης ασφαλείας



Ενόψει των εξελίξεων που σχετίζονται με την κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου, που μεταξύ άλλων, ρυθμίζει τη δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας, Τύπου Γ΄, ως Νομικό Παρατηρητήριο για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων κρίνουμε σκόπιμο και επιβεβλημένο να διατυπώσουμε τους κυριότερους νομικούς προβληματισμούς μας, γύρω από το πλήρως παράνομο και αντισυνταγματικό νομοσχέδιο που πραξικοπηματικά φέρεται προς επεξεργασία και ψήφιση από τα θερινά τμήματα και σκοπεί στην ολοκληρωτική μετάλλαξη τόσο του ποινικού όσο και του σωφρονιστικού δικαιϊκού συστήματος.
Πέραν του γεγονότος ότι διαπιστώνουμε πως η νομοθετική πρωτοβουλία και διαδικασία ανταποκρίνεται πρωτίστως σε ανάγκες επικοινωνιακές και κατασταλτικές, αγνοώντας τις βασικές αρχές του δικαίου, το παρόν νομοσχέδιο βρίθει αντισυνταγματικών διατάξεων και θα θεσπίσει ένα πλαίσιο που θα δημιουργεί έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τη διαβίωση των κρατουμένων.
 Το πιο κρίσιμο σημείο είναι ότι μετάγονται υποχρεωτικά, στις φυλακές τύπου Γ΄ κατάδικοι και υπόδικοι μεταξύ άλλων για τα αδικήματα του άρθρου 187Α (τρομοκρατική οργάνωση) του ΠΚ, των άρθρων 299 (ανθρωποκτονία), 380 παράγραφος 2 (ληστεία στην επιβαρυντική μορφή) και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ (εκβίαση) εφόσον τα τρία τελευταία εγκλήματα τελούνται στα πλαίσια λειτουργίας εγκληματικής οργάνωσης.
Αρχικά, η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του νομοσχεδίου που θα προστεθεί στο άρθρο 11 του Σωφρονιστικού Κώδικα και αφορά όσους θα κρατούνται πλέον στις φυλακές Τύπου Γ΄ είναι αντισυνταγματική ως φωτογραφική. Είναι εμφανές πως η υποχρεωτική μεταγωγή κρατουμένων με βάση το προαναφερόμενο είδος του εγκλήματος που τέλεσαν ως άνω, δε δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση τους σε σχέση με τους υπόλοιπους κρατουμένους που έχουν καταδικαστεί για κακουργήματα. Ποιο θεσπισμένο από το νόμο και το Σύνταγμα, κριτήριο, επιβάλλει τη διαφορετική σωφρονιστική αντιμετώπιση τους και μάλιστα υποχρεωτικά, χωρίς δυνατότητα προηγούμενου ελέγχου της προσωπικής κατάστασης των θιγομένων ;
Επίσης, στην ίδια φυλακή θα μεταφέρονται και όσοι κρατούμενοι κρίνονται επικίνδυνοι για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της χώρας αλλά και για την ευταξία της φυλακής όπου βρίσκονται. Η κρίση περί της επικινδυνότητας κάποιου φυλακισμένου, θα αποφασίζεται με διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών χωρίς να προηγηθεί η δικαστική ακρόαση του και με βάση, μεταξύ άλλων, άκρως υποκειμενικά κριτήρια όπως είναι η εκτίμηση της προσωπικότητας του. Η βαρύτητα επίσης του εγκλήματος που τέλεσε θα είναι ένα από τα συνεκτιμώμενα κριτήρια για τη μεταφορά του. Το στοιχείο αυτό βαίνει αντίθετα στις βασικές σωφρονιστικές αρχές που δεν επιτρέπουν τη διακριτική μεταχείριση του κρατουμένου ή τη στέρηση των δικαιωμάτων του, με βάση το παρελθόν του και κυριότερα το είδος του εγκλήματος που τέλεσε. Ο ατομικός φάκελος του κρατούμενου, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα διαβιβάζεται από την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων χωρίς να είναι σαφές ποιο αρμόδιο όργανο θα προβαίνει σε διαλογή και αξιολόγηση φακέλων κρατουμένων πριν την παραλαβή τους από τον αρμόδιο Εισαγγελέα.  
Επιπρόσθετο κριτήριο για τους παραπάνω κρατούμενους που θα χαρακτηρίζονται ως «επικίνδυνοι» θα είναι και η καταδίκη τους για ορισμένα πειθαρχικά αδικήματα που επιβάλλονται αρκετά συχνά από τις αρμόδιες Διοικήσεις των φυλακών ( όπως είναι η κατοχή αιχμηρών ή επικίνδυνων αντικειμένων ) και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν επιτρέπουν τη διάγνωση της επικινδυνότητας τους. Προβληματισμό εγείρει επίσης, το γεγονός πως δεν εξειδικεύεται από το νομοσχέδιο, ο χρόνος τέλεσης των πειθαρχικών αδικημάτων. Κατά τη διατύπωση του νομοσχεδίου ορίζοντας «….έχουν τελέσει τα εξής περιοριστικά αναφερόμενα πειθαρχικά αδικήματα…» θα μπορούσε να οδηγηθεί στις φυλακές υψίστης ασφαλείας κρατούμενος με πειθαρχικό αδίκημα που έχει παραγραφεί, κατά το σωφρονιστικό νόμο, από αυτά που αναφέρονται;
Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός, πως το νομοσχέδιο προχωρά κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όπως η τελευταία επιβάλλεται από το Σύνταγμα αλλά και από τον ίδιο το Σωφρονιστικό Κώδικα, διότι η κράτηση στις φυλακές τύπου Γ θα συνεπάγεται καθολική αποστέρηση αδειών εξόδου, ευεργετικού υπολογισμού ημερών εργασίας και περιορισμούς στην επικοινωνία και τις επισκέψεις. Οι παραπάνω περιορισμοί αλλάζουν καθοριστικά τις αρχές της μέχρι σήμερα, σωφρονιστικής πολιτικής που στηρίζεται κρίσιμα, στην προσπάθεια του κρατουμένου να αποδείξει την καλή του διαγωγή προκειμένου να «κερδίσει» την ομαλή επανένταξη του στην κοινωνία και να διεκδικήσει μία ενδεχόμενη μείωση της ποινής του με βάση την εργατικότητα και την πειθαρχημένη συμπεριφορά του. Εκτιμούμε, πως η δίχως άλλο, αποστέρηση κάθε ελπίδας στον κρατούμενο να διεκδικήσει κάποια « ευεργετήματα » που προβλέπει ο σωφρονιστικός νόμος θα μετατρέψει την καθημερινή διαβίωση του σε αβάσταχτο ψυχολογικό βάσανο που όπως είναι φυσικό, δεν εξυπηρετεί καμία νόμιμη σκοπιμότητα.
 Επιπρόσθετα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πλήρη και ολοσχερή κατάργηση του τεκμηρίου αθωότητας όταν ακόμα και υπόδικοι μπορούν να δουν τις πόρτες των νέων φυλακών να κλείνουν πίσω τους κατά παράβαση και της ισχύουσας διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ΣΚ που θέτει ως βασική αρχή οι συνθήκες διαβίωσης των υπόδικων να προσεγγίζουν κατά το δυνατόν τις συνθήκες της ελεύθερης διαβίωσης. Ας μη παραλείπουμε το γεγονός ότι παρά του ότι δεκάδες άνθρωποι έχουν διωχθεί για τα συγκεκριμένα αδικήματα και τελικά απαλλάχθηκαν των κατηγοριών, είτε με βούλευμα είτε στο ακροατήριο, με το νέο νομοσχέδιο τους επιφυλάσσεται προσωρινή κράτηση με τους δυσχερέστερους δυνατούς όρους.
Ο τρόπος με τον οποίο θα διατάζεται η κράτηση στις φυλακές τύπου Γ και η εξοντωτική διάρκεια αυτής, όπως αποτυπώνεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 9 του σχεδίου νόμου, δημιουργεί μία αξεπέραστη ανασφάλεια δικαίου. Πλήρως αντισυνταγματική διάταξη θα προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής στον ίδιο τον Υπουργό Δικαιοσύνης κατά εισαγγελικών διατάξεων αλλά και βουλευμάτων που θα εξετάζουν το ζήτημα της μεταγωγής ή μη, κάποιου κρατουμένου στην  φυλακή Γ’ τύπου μετά από άσκηση της προσφυγής του τελευταίου. Είναι δυστυχώς αληθές πως με την απόπειρα τέτοιας νομοθετικής πρόβλεψης, «εγκανιάζεται» με απαράδεκτο τρόπο η παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην άσκηση της δικαστικής και φυσικά, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Τέλος, η δημιουργία και θεσμοθέτηση φυλακών Τύπου Γ΄ βαίνει ευθέως κατά της θεμελιώδους αρχής του ποινικού δικαίου πως ο καθένας οφείλει να γνωρίζει τις συνέπειες της συμπεριφοράς του πριν από την πραγμάτωση αυτής. Οι συνέπειες αυτές δεν αναφέρονται μόνο στην επαπειλούμενη ποινή, αλλά προφανώς και στο σύνολο της ποινικής αντιμετώπισης, οργανικό τμήμα της οποίας είναι και οι συνθήκες κράτησης. Ως εκ τούτου, το παρόν νομοσχέδιο παγιδεύει παράνομα τους ήδη κρατούμενους και καταδικασθέντες για τα ως άνω αδικήματα που βρίσκονται αιφνιδιαστικά αντιμέτωποι με μία επιδείνωση της σωφρονιστικής τους κατάστασης.   
Για τους ανωτέρω ενδεικτικά αναφερόμενους λόγους ζητάμε λοιπόν, την άμεση απόσυρση του παράνομου και αντισυνταγματικού σχεδίου νόμου.

Για τις συνθήκες κράτησης στο νοσοκομείο κρατουμένων Κορυδαλλού - επιστολή του κρατουμένου Σάββα Ξηρού



Στο Νομικό Παρατηρητήριο εστάλη η παρακάτω επιστολή του Σάββα Ξηρού, την οποία αναδημοσιεύουμε αυτούσια. Ο Σάββας Ξηρός κρατείται στο νοσοκομείο παρά την κρισιμότατη κατάσταση της υγείας του η οποία επιβάλλει, εδώ και χρόνια, τη νοσηλεία του σε "πραγματικό" νοσοκομείο και τη διακοπή εκτέλεσης της ποινής του

" ΧΩΜΑΤΕΡΗ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ

Ο υπερπληθυσμός σε όλες τις φυλακές της χώρας και η ταυτόχρονη μείωση του κόστους κράτησης τα τελευταία χρόνια, με τις περικοπές στη σίτιση, τη θέρμανση και τα είδη καθαριότητας, ευνοούν ένα πλήθος ασθενειών και παθήσεων, που απαντώνται εν είδει επιδημίας σε κλειστούς χώρους, με συνέπεια και το Νοσοκομείο Κρατουμένων να ασφυκτιά. Στο συγκεκριμένο χώρο συσσωρεύονται άνθρωποι ασθενείς, ανάπηροι, χρονίως πάσχοντες, εξαρτημένοι και ταυτόχρονα κρατούμενοι. Η διττή αυτή ιδιότητα αποκλείει την επαρκή νοσηλεία σε οποιοδήποτε δημόσιο νοσοκομείο.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα πρέπει να σκεφτούμε ότι το κάθε νοσοκομείο είναι ένας οργανισμός με ιεραρχική δομή, με το κάθε σκέλος του να έχει απόλυτα καθορισμένες δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες, ειδικές ρυθμίσεις για την εσωτερική λειτουργία, ενώ υπάρχουν ακόμα και άγραφοι κανόνες συμπεριφοράς, όπως π.χ. ότι όταν μιλάει ο καθηγητής, οι άλλοι σιωπούν. Όταν, λοιπόν, χρειαστεί να νοσηλευτεί ένας κρατούμενος, τότε τον πρώτο λόγο τον έχει η φρουρά, που εκ των πραγμάτων αποτελεί ξένο σώμα σ’ αυτό τον οργανισμό και μάλιστα με υπερεξουσίες. Έχει δικαίωμα να ελέγχει τον καθηγητή, να διαμορφώνει το πρόγραμμά του, να προβαίνει σε επιλεκτικές απαγορεύσεις στο προσωπικό, να αλλάζει τη σειρά προτεραιότητας των εξεταζομένων, να ερευνά προσωπικούς χώρους, να επιβάλλει την παρουσία ενόπλων οπουδήποτε, διαταράσσοντας την ομαλή λειτουργία του νοσοκομείου. Άλλο ένα ισχυρό αντικίνητρο για πλήρη νοσηλεία είναι και η ευθυνοφοβία, λόγω του ότι η διπλή ιδιότητα του ασθενή-κρατούμενου θέτει τον γιατρό υπόλογο για κάθε πράξη ή παράλειψη που θα είχε αντίκτυπο στην κράτηση. Εκτός αυτού, ο γιατρός πολλές φορές βρίσκεται σε δίλημμα να καταφύγει σε μία χρονοβόρα ιατρική επέμβαση ή να αναλάβει κάποιο ρίσκο με την αναβολή της, προκειμένου να μην αντιπαρατεθεί με τις αρχές, εφόσον και η φρουρά, επίσης λόγω ευθυνοφοβίας, προτιμά –ενίοτε και προκαλεί– την όσο το δυνατόν ταχύτερη επιστροφή του κρατούμενου εντός των τειχών.
Η μόνη άμυνα απέναντι σε μια τέτοια αναταραχή είναι η απλή, όσο και ανεύθυνη, αποπομπή του ασθενή-κρατούμενου χωρίς πλήρη νοσηλεία. Έτσι, μετά τις απολύτως αναγκαίες ιατρικές πράξεις για παθήσεις που ενέχουν άμεσο κίνδυνο ζωής, ή μετά από διάγνωση που αποκλείει το παραπάνω, συμπληρώνεται το εξιτήριο, με άλλοθι ότι ο ασθενής ούτως ή άλλως επιστρέφει σε νοσοκομείο - αυτό των κρατουμένων.
Σε ένα νοσοκομείο όμως που συνωστίζονται άνθρωποι με ποικίλες παθήσεις, χωρίς επάρκεια φαρμάκων, με υποτυπώδη παρουσία γιατρών ή νοσηλευτικού προσωπικού, χωρίς μηχανήματα, χωρίς εργαστήρια, χωρίς χειρουργείο, χωρίς ούτε καν ένα ασθενοφόρο για επείγοντα περιστατικά. Ένα νοσοκομείο κατ’ όνομα, που χαρακτηρίζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως «αναρρωτήριο».
Εδώ, σε κάθε περίπτωση, το εξιτήριο από το δημόσιο νοσοκομείο που προηγήθηκε, επωμίζεται και την ευθύνη ώστε να διακοπεί η περαιτέρω νοσηλεία ή διερεύνηση των προβλημάτων υγείας και ο κρατούμενος να επιστρέψει στη φυλακή του. Στην περίπτωση δε που η φυλακή του αδυνατεί να του προσφέρει την απαραίτητη ιατρική φροντίδα, τότε επιστρέφει και εγκλωβίζεται χρονίως στο, μοναδικό για όλες τις φυλακές της Ελλάδας, Νοσοκομείο Κρατουμένων. Στο εξής θα επισκέπτεται δημόσιο νοσοκομείο όχι για πρόληψη, που είναι άγνωστη λέξη για τις φυλακές, αλλά μόνο σε οξεία επιδείνωση, όταν δηλαδή κατά κανόνα έχει ήδη συντελεστεί μια νέα, μη αναστρέψιμη βλάβη. Έτσι, λόγω ανύπαρκτου ή απαρχαιωμένου νομικού πλαισίου για την ανήκεστη βλάβη και για τη νοσηλεία, ή λόγω μη εφαρμογής του υπάρχοντος, οδηγούμαστε ένας ένας,  σταδιακά, προς τον «Θάλαμο 9», που είναι ο θάλαμος μελλοθανάτων.
Ο νόμος για την ανήκεστη βλάβη έχει θεσπιστεί με γνώμονα τον τρόπο λειτουργίας των νοσοκομείων πριν από αρκετές δεκαετίες, όταν θύμιζαν περισσότερο ξενοδοχεία. Όταν, για παράδειγμα, για μια απλή σκωληκοειδίτιδα έπρεπε ο ασθενής να παραμείνει στο νοσοκομείο έως και δέκα μέρες, ενώ σήμερα φεύγει εντός του εικοσιτετραώρου. Ο υπάρχων νόμος απαιτεί την πολύμηνη παραμονή του ασθενή σε δημόσιο νοσοκομείο, πριν επιτρέψει υποβολή αίτησης για κατ’ οίκον νοσηλεία, τον μόνο ενδεδειγμένο σήμερα τρόπο για έναν χρονίως πάσχοντα, καθώς μόνο τότε χάνει τη διπλή ιδιότητα-εμπόδιο του ασθενή-κρατούμενου και μπορεί να έχει πλήρη και απρόσκοπτη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι έτσι, τα δικαστήρια δεν αναγνωρίζουν ως τέτοια την παραμονή μας στο Νοσοκομείο Κρατουμένων, θεωρώντας το, κατά το προφανές, ως αναρρωτήριο. Σύμφωνα όμως με τον Σωφρονιστικό Κώδικα, ένας κρατούμενος μπορεί να παραμείνει στο αναρρωτήριο μέχρι σαράντα μέρες. Μετά είτε επιστρέφει υγιής στη φυλακή του, είτε, διαφορετικά, παραπέμπεται σε νοσοκομείο.  Το πρόβλημα αυτό ξεπερνιέται τυπικά –εις βάρος πάντα των ασθενών-κρατουμένων– όταν το εν λόγω αναρρωτήριο φέρει υποκριτικά την ταμπέλα «νοσοκομείο», μια ασάφεια που η ερμηνεία της επαφίεται σε κάθε περίπτωση στη διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων.
Με λίγα λόγια, το νομικό κενό στο θέμα της νοσηλείας κρατουμένων καλύπτεται απ’ αυτό τον επικίνδυνο παραλογισμό και, παράλληλα, το νομικό κενό για την ανήκεστη βλάβη οδηγεί νομοτελειακά στον «Θάλαμο 9», με την έλλειψη του αναγκαίου και εξειδικευμένου προσωπικού και μέσων να επιταχύνει αυτή την κατάληξη.
Το πρόβλημα, επομένως, δεν λύνεται με έναν εν μέρει ανθρωπιστικό, εν μέρει εκδικητικό νόμο-λαχείο, που θα κληρώνει στον λήγοντα της ποινής, αποβλέποντας μόνο στην εφήμερη αποσυμφόρηση, ούτε με έναν νόμο που θα εντάσσει τυπικά το υπάρχον νοσοκομείο κρατουμένων στον ΕΟΠΥY. Άλλωστε, τυπικά είναι ενταγμένο ήδη εδώ και χρόνια και στο ΕΣΥ.
Χρειάζονται πραγματικές λύσεις. Το νοσοκομείο να είναι νοσοκομείο, όπως αυτά που γνωρίζουμε, η νοσηλεία να επεκτείνεται και πέρα από τον σημερινό αγώνα επιβίωσης και ο νόμος για την ανήκεστη βλάβη να θεσπιστεί με βάση τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Και αν ο φόβος των αρχών είναι μην τυχόν και αποφυλακιστούν εγκληματίες νωρίτερα απ’ ότι ούτως ή άλλως θα αποφυλακίζονταν, ας φροντίσουν όσο τους έχουν στα χέρια τους να τους δώσουν ευκαιρίες για το αντίθετο. Διαφορετικά, τουλάχιστον ας μην παραδέχονται ξεδιάντροπα ότι το σωφρονιστικό τους σύστημα παράγει εγκληματίες."
Σάββας Ξηρός
Ν.Κ. Κορυδαλλού
11/3/2014

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2013

Για την περίπτωση της απαγόρευσης αδειών εξόδου από τη φυλακή λόγω ποινικής εκκρεμότητας




Το Νομικό παρατηρητήριο έλαβε σε γνώση του πως ο κρατούμενος Σπυρίδων Στρατούλης ξεκίνησε απεργία πείνας και διαμαρτύρεται με δημόσιο έγγραφο για το περιεχόμενο της εισαγγελικής πρότασης επί της παραπομπής του σε δικαστήριο, με βάση, όπως ισχυρίζεται, ανύπαρκτες ενδείξεις ενοχής  του. Εάν και αφέθηκε ελεύθερος από τον Ανακριτή, χωρίς την επιβολή, δηλαδή περιοριστικών όρων, δεν μπορεί,όπως αναφέρει, να λάβει άδεια, εάν και του έχουν χορηγηθεί ήδη δέκα άδειες εξόδου και των οποίων έχει κάνει καλή χρήση.
Κρίνουμε πως μερικές φορές είναι προβληματικό πως οι κατηγορούμενοι παραπέμπονται χωρίς προηγούμενη έκδοση βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου, με απευθείας παραπομπή στο ακροατήριο. Όπως, επίσης, εμπόδια προκαλούνται στην περίπτωση της στέρησης των ενδίκων μέσων κατά του βουλεύματος που παραπέμπει μεταξύ άλλων τον κατηγορούμενο σε ακροατήριο, όπως και με την εξαιρετική, εάν όχι αδύνατη πλέον, περίπτωση του Δικαστικού Συμβουλίου να δεχτεί την αυτοπρόσωπη παρουσία του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του κατά τη συνεδρίαση του,  σε θέματα και  « ουσίας » όπως είναι το ζήτημα της κρίσης εάν πρέπει να στηριχτούν κατηγορίες σε δημόσια δίκη.
Κρισιμότερο, όμως στο παρόν, θεωρούμε, πως με αφορμή την περίπτωση του κρατουμένου Σπυρίδωνα Στρατούλη, πρέπει να τοποθετηθούμε, όσον αφορά την ερμηνεία του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα.
Σύμφωνα λοιπόν, με τη διάταξη του άρθρου 55, «1. Οι τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον: «1. Ο κατάδικος έχει εκτίσει το ένα πέμπτο της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. Σε περίπτωση έκτισης ποινής ισόβιας κάθειρξης, η κράτηση πρέπει να έχει διαρκέσει τουλάχιστον οκτώ έτη. Κατ` εξαίρεση, σε αυτόν που καταδικάστηκε σε ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης για παράβαση της παρ. 2 του άρθρου 380 του Ποινικού Κώδικα, τακτικές άδειες χορηγούνται εφόσον έχει εκτίσει τα δύο πέμπτα της ποινής του χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον δύο έτη.( Το τρίτο εδάφιο της παρ.1 καταργήθηκε με την παρ.1β   άρθρου 100  Ν.4139/2013, ΦΕΚ Α 74/20.3.2013.) Αν στον κατάδικο έχουν επιβληθεί περισσότερες ποινές κατά της ελευθερίας και δεν έχει γίνει προσμέτρηση τους σε μια συνολική ποινή, κατά το άρθρο 94 του Ποινικού Κώδικα, για τον υπολογισμό της ποινής που έχει εκτιθεί κατά την έννοια της παρούσας διάταξης, λαμβάνεται υπόψη το άθροισμα των επί μέρους ποινών. Σε περίπτωση ποινικού σωφρονισμού, απαιτείται ο εφηβικής ή μετεφηβικής ηλικίας κατάδικος να έχει εκτίσει το ένα πέμπτο του περιορισμού που του έχει επιβληθεί χωρίς ευεργετικό υπολογισμό ημερών ποινής λόγω εργασίας και η κράτηση έχει διαρκέσει τουλάχιστον τρεις μήνες. (Το στοιχείο 1 της παρ.1, όπως αυτό είχε αντικατασταθεί με το άρθρο 2 Ν.2943/2001, ΦΕΚ Α 203, και τροποποιηθεί  με το άρθρο 21 Ν.3727/2008, ΦΕΚ Α 257, αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 77 Ν.4139/2013, ΦΕΚ Α 74/20.3.2013.) (2) Δεν εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος (3) Εκτιμάται ότι δεν υπάρχει κίνδυνος τελέσεως, κατά τη διάρκεια της άδειας, νέων εγκλημάτων. (4) Συντρέχουν λόγοι που δικαιολογούν την προσδοκία ότι δεν υπάρχει κίνδυνος φυγής και ότι ο κρατούμενος δεν θα κάνει κακή χρήση της αδείας του (…).
Θεωρούμε πως, το εκάστοτε αρμόδιο, για τη χορήγηση τακτικής άδειας εξόδου από τη φυλακή, Πειθαρχικό Συμβούλιο του καταστήματος κράτησης,  δεν θα πρέπει να ερμηνεύει την ως άνω διάταξη κατά τρόπο ώστε να στερείται ο κρατούμενος τις άδειες εξόδου του σε περίπτωση που πληροί τις λοιπές προϋποθέσεις που θέτει ο Σωφρονιστικός Κώδικας, ειδικότερα δε, όταν έχει λάβει επανειλημμένες άδειες στο παρελθόν, των οποίων έκανε καλή χρήση. Σε κάθε περίπτωση, ο αρμόδιος ανακριτής, με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, εάν και εφόσον είχε κρίνει τον κρατούμενο ως ύποπτο φυγής ή τέλεσης νέων αδικημάτων (κριτήρια που λαμβάνουν υπόψη τους τόσο ο ανακριτής, κατ’ αρ. 282 ΚΠΔ, όσο και  τα αρμόδια συμβούλια προκειμένου να κρίνουν αν θα χορηγηθεί ή όχι τακτική άδεια σε κρατούμενο), θα  είχε επιβάλει την προσωρινή του κράτηση. Πολλώ δε μάλλον όταν δεν έχει επιβληθεί κανένας από τους προβλεπόμενους περιοριστικούς όρους που θα μπορούσαν να επιβληθούν στον απολογούμενο. Η ερμηνεία, η οποία κατά κόρον εφαρμόζεται από τα Πειθαρχικά Συμβούλια και οδηγεί στην “αυτόματη” αποστέρηση των αδειών εξόδου των κρατουμένων, καθώς, σε περιπτώσεις όπως η ανωτέρω, τα ίδια τα μέλη των συμβουλίων συμβουλεύουν τους κρατούμενους να μην υποβάλλουν καν αίτηση, αποτελεί αυθαίρετη κρίση που ευθέως θέτει υπό αμφισβήτηση και τρόπον τινά παρακάμπτει την απόφαση του ανακριτή, ο οποίος γνωρίζοντας σαφώς την ποινική κατάσταση του απολογούμενου αποφάσισε πως δεν συντρέχει λόγος για την επιβολή του επαχθέστερου μέτρου δικονομικού καταναγκασμού, ήτοι αυτού της προσωρινής κράτησης. Συνεπώς, κατά αυτό τον τρόπο, οι κρατούμενοι στερούνται τις άδειές τους, τις τόσο σημαντικές για τους ίδιους (για την ψυχολογική τους επιβίωση, τη διατήρηση των δεσμών τους με τον «έξω κόσμο» και τις οικογένειές τους και την προετοιμασία για την αποφυλάκισή τους), όσο και για το κατάστημα.
Παρατηρούμε πως πολλοί κρατούμενοι που δεν κρατούνται προσωρινά για μία ποινική υπόθεση και είναι καταδικασθέντες για κάποια άλλη, αναμένουν για χρόνια τη διεξαγωγή μίας δίκης που θα τους δώσει την ευκαιρία να ζητήσουν τη χορήγηση τακτικής άδειας εξόδου τους, με συνέπεια να καταστρατηγείται η εφαρμογή του ευνοϊκού αυτού μέτρου.
Το σχέδιο του νέου σωφρονιστικού κώδικα που δεν έχει εισαχθεί προς ψήφιση μέχρι σήμερα, όπως είναι διατυπωμένο και εμφανίζεται ηλεκτρονικά στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά την ολοκλήρωση της δημόσιας διαβούλευσης, φαίνεται να αποκαθιστά το αληθινό, κατά την κρίση μας, νόημα του σωφρονιστικού νομοθέτη. Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 53 του νομοσχεδίου, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι για την χορήγηση της τακτικής άδειας, προϋπόθεση  συνιστά να μην : « 2)  εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος που να αποτελεί λόγο κράτησης ».
Φρονούμε λοιπόν, πως θα έπρεπε να ερμηνεύεται η διάταξη του άρθρου 55 του ισχύοντος Σωφρονιστικού Κώδικα κατά τρόπο ώστε εάν, κάποιος κρατούμενος δεν κρατείται προσωρινά για κάποια ποινική υπόθεση που εκκρεμεί σε βάρος του και έχει απολογηθεί σχετικά με αυτή και εμφανιστεί ενώπιον του αρμόδιου Ανακριτή - ο οποίος δηλαδή έκρινε πως δε συντρέχει η περίπτωση επιβολής προσωρινής κράτησης - να μπορεί να λάβει άδεια εξόδου εφ΄όσον πληροί τις υπόλοιπες προϋποθέσεις του νόμου.
Για τους λόγους αυτούς, ζητούμε την παρέμβαση των Εισαγγελικών και Δικαστικών Αρχών, προκειμένου να ερμηνευτεί η διάταξη του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα ούτως  ώστε να χορηγούνται άδειες εξόδου των κρατουμένων από τη φυλακή και στην περίπτωση που εκκρεμεί κατά του καταδίκου ποινική διαδικασία για αξιόποινη πράξη σε βαθμό κακουργήματος που δεν αποτελεί λόγο κράτησης.
Θα ήταν εξίσου σημαντικό να διορθωθεί με νομοθετική παρέμβαση, η κακότεχνη διατύπωση του άρθρου 55 του Σωφρονιστικού Κώδικα με σκοπό την αποκατάσταση του αληθινού, κατά την κρίση μας, πνεύματος του σωφρονιστικού νομοθέτη και να τεθεί προς ψήφιση το σχέδιο του νέου σωφρονιστικού κώδικα, όπως διατυπώθηκε μετά από νομοθετική πρωτοβουλία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.



Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013



ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΤΟΥΡΚΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ, ΑΠΕΡΓΩΝ ΠΕΙΝΑΣ ΑΠΟ 24 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ

Ως νομικό παρατηρητήριο για τα δικαιώματα των κρατουμένων παρεμβαίνουμε σχετικά με την υπόθεση των τεσσάρων τούρκων απεργών πείνας που κρατούνται στη φυλακή Κορυδαλλού. Ειδικότερα, οι Yuksel Ahmet Duzgun, Erdogan Ҫakir, Hasan Biber και Mehmet Yayla βρίσκονται ήδη στην τεσσαρακοστή τέταρτη ημέρα απεργίας πείνας, διαμαρτυρόμενοι με αυτό τον έσχατο τρόπο, κατά των αιτήσεων έκδοσης τους σε Γερμανία, Γαλλία και Τουρκία κατά περίπτωση. Η κατάσταση δε της υγείας τους, σύμφωνα με τις γνωματεύσεις των ιατρών είναι σε ιδιαίτερα κρίσιμο στάδιο και βλάβες που έχει υποστεί η υγεία τους θα είναι μη αναστρέψιμες.
Οι τέσσερις απεργοί πείνας έχουν αιτηθεί πολιτικό άσυλο από την Ελλάδα, καθώς εγκατέλειψαν τη χώρα τους λόγω των διώξεων που υφίσταντο στην Τουρκία εξαιτίας της νόμιμης πολιτικής και συνδικαλιστικής τους δράσης. Η πολιτική δραστηριότητα, η οποία είναι αυτονόητα προστατευόμενη από το ελληνικό Σύνταγμα, στην Τουρκία διώκεται και εναντίον της, αποδίδεται ο χαρακτηρισμός της τρομοκρατικής δράσης. Η διαδικασία σύλληψης, παραπομπής σε δίκη αλλά και οι εκδικάσεις των υποθέσεων με τον τουρκικό αντιτρομοκρατικό νόμο, λαμβάνουν χώρα κατά παράβαση των θεμελιωδών δικονομικών διατάξεων όπως αυτές αποκρυσταλλώνονται στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων το Ανθρώπου. Ομολογίες αποσπώνται έπειτα από βασανιστήρια, οι κατηγορούμενοι, μεταξύ άλλων, στερούνται ουσιώδους υπεράσπισης τόσο κατά την προδικασία όσο και κατά την ακροαματική διαδικασία. Οι παραβιάσεις αυτές έχουν στηλιτευτεί πολλάκις από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, για παράβαση του άρθρο 6 της ΕΣΔΑ από πλευράς του τουρκικού κράτους.
Επιπλέον, οι τούρκοι πολιτικοί κρατούμενοι κρατούνται σε φυλακές, των οποίων οι συνθήκες βρίσκονται σε ευθεία αντίθεση με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς υποχρεώσεις της Τουρκίας. Γνωστά είναι δε τα περίφημα κελιά τύπου F (λευκά κελιά απομόνωσης), των οποίων και μόνο η ύπαρξη, προσβάλει τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Οι συνθήκες αυτές έχουν οδηγήσει επανειλημμένα στην καταδίκη της Τουρκίας από το ΕΔΔΑ για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ περί απαγόρευσης της απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, ενώ έχουν προκαλέσει και την σφοδρή κριτική της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Ταπεινωτικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (CPT).
Αποτελεί διεθνή υποχρέωση της Ελλάδας η μη έκδοση προσώπου σε χώρα στην οποία κινδυνεύει να υποστεί βασανιστήρια ή άλλη μεταχείριση ή τιμωρία αντίθετη με το άρθρο  3 της ΕΣΔΑ, ενώ δε, η χώρα μας δεσμεύεται και από τη Συνθήκη της Γενεύης του 1951, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με το Ν.Δ. 3989/1959, και συνεπώς αποτελεί υποχρέωση της χώρας κατά το άρθρο 28 παρ. 1 Σ. Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 438 ΚΠΔ περίπτωση γ’, η «έκδοση απαγορεύεται… όταν από τις περιστάσεις προκύπτει ότι η έκδοση ζητείται για λόγους πολιτικούς», διάταξη η οποία σκοπεί ακριβώς στην προστασία από την έκδοση και υποβολή σε μεταχείριση αντίθετη με τις θεμελιώδεις επιταγές της ευρωπαϊκής νομικής τάξης, προσώπων οι οποίοι πρόκειται να διωχθούν για δράσεις πολιτικές στις οποίες και δεν επιτρέπεται να αποδίδεται ποινική απαξία. Πολλώ δε μάλλον όταν κατά το άρθρο 5 παρ. 2 τελευταίο εδάφιο του Συντάγματος «απαγορεύεται η έκδοση αλλοδαπού που διώκεται για τη δράση του υπέρ της ελευθερίας».
Αντίστοιχα, σχετικά με τους απεργούς πείνας η υπόθεση των οποίων αφορά την έκδοση στη Γαλλία και στη Γερμανία και οι οποίοι θα βρεθούν αντιμέτωποι με την έκτιση πολυετών ποινών, οι οποίες στηρίχτηκαν στη νόμιμη άσκηση πολιτικών δικαιωμάτων, ο ίδιος ο νόμος 3251/2004 περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης στο άρθρο 11 περίπτωση 5 απαγορεύει την έκδοση ατόμου αν το οικείο ευρωπαϊκό  ένταλμα σύλληψης έχει εκδοθεί προς το σκοπό της δίωξης ή της τιμωρίας προσώπου λόγω των πολιτικών του φρονημάτων ή της δράσης του υπέρ της ελευθερίας. Θεωρούμε πως,  στα πλαίσια αυτή της ιδιαίτερα ταχείας διαδικασίας, είναι αδιέξοδη η πάγια τακτική των αρμόδιων δικαστηρίων να αρνούνται πεισματικά να επεισέλθουν στην ουσία και τη βασιμότητα των αποδιδόμενων κατηγοριών βάσει των οποίων εκδίδονται σωρηδόν ευρωπαϊκά εντάλματα σύλληψης.
Είναι αισιόδοξο το γεγονός ότι το Συμβούλιο Εφετών Πειραιά  αποφάσισε τη μη έκδοση του τούρκου απεργού πείνας Mehmet Yayla στις τουρκικές αρχές.
Καλούμε τις δικαστικές αρχές και ειδικότερα, το αρμόδιο τμήμα του Αρείου Πάγου να μην επικυρώσει τις αποφάσεις των Συμβουλίων Εφετών περί έκδοσης των λοιπών απεργών πείνας.

Νομικό Παρατηρητήριο για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων
Βενιζέλου και Βασιλέως Ηρακλείου 18, Θεσσαλονίκη, Τ.Κ. 54624
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 6989293042