Τετάρτη 18 Ιουνίου 2014

Για το νομοσχέδιο που προβλέπει την ίδρυση φυλακών υψίστης ασφαλείας



Ενόψει των εξελίξεων που σχετίζονται με την κατάθεση στη Βουλή του νομοσχεδίου, που μεταξύ άλλων, ρυθμίζει τη δημιουργία φυλακών υψίστης ασφαλείας, Τύπου Γ΄, ως Νομικό Παρατηρητήριο για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων κρίνουμε σκόπιμο και επιβεβλημένο να διατυπώσουμε τους κυριότερους νομικούς προβληματισμούς μας, γύρω από το πλήρως παράνομο και αντισυνταγματικό νομοσχέδιο που πραξικοπηματικά φέρεται προς επεξεργασία και ψήφιση από τα θερινά τμήματα και σκοπεί στην ολοκληρωτική μετάλλαξη τόσο του ποινικού όσο και του σωφρονιστικού δικαιϊκού συστήματος.
Πέραν του γεγονότος ότι διαπιστώνουμε πως η νομοθετική πρωτοβουλία και διαδικασία ανταποκρίνεται πρωτίστως σε ανάγκες επικοινωνιακές και κατασταλτικές, αγνοώντας τις βασικές αρχές του δικαίου, το παρόν νομοσχέδιο βρίθει αντισυνταγματικών διατάξεων και θα θεσπίσει ένα πλαίσιο που θα δημιουργεί έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από τη διαβίωση των κρατουμένων.
 Το πιο κρίσιμο σημείο είναι ότι μετάγονται υποχρεωτικά, στις φυλακές τύπου Γ΄ κατάδικοι και υπόδικοι μεταξύ άλλων για τα αδικήματα του άρθρου 187Α (τρομοκρατική οργάνωση) του ΠΚ, των άρθρων 299 (ανθρωποκτονία), 380 παράγραφος 2 (ληστεία στην επιβαρυντική μορφή) και 385 παράγραφος 1 περίπτωση α΄ (εκβίαση) εφόσον τα τρία τελευταία εγκλήματα τελούνται στα πλαίσια λειτουργίας εγκληματικής οργάνωσης.
Αρχικά, η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 9 του νομοσχεδίου που θα προστεθεί στο άρθρο 11 του Σωφρονιστικού Κώδικα και αφορά όσους θα κρατούνται πλέον στις φυλακές Τύπου Γ΄ είναι αντισυνταγματική ως φωτογραφική. Είναι εμφανές πως η υποχρεωτική μεταγωγή κρατουμένων με βάση το προαναφερόμενο είδος του εγκλήματος που τέλεσαν ως άνω, δε δικαιολογεί τη διαφορετική μεταχείριση τους σε σχέση με τους υπόλοιπους κρατουμένους που έχουν καταδικαστεί για κακουργήματα. Ποιο θεσπισμένο από το νόμο και το Σύνταγμα, κριτήριο, επιβάλλει τη διαφορετική σωφρονιστική αντιμετώπιση τους και μάλιστα υποχρεωτικά, χωρίς δυνατότητα προηγούμενου ελέγχου της προσωπικής κατάστασης των θιγομένων ;
Επίσης, στην ίδια φυλακή θα μεταφέρονται και όσοι κρατούμενοι κρίνονται επικίνδυνοι για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της χώρας αλλά και για την ευταξία της φυλακής όπου βρίσκονται. Η κρίση περί της επικινδυνότητας κάποιου φυλακισμένου, θα αποφασίζεται με διάταξη του Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών χωρίς να προηγηθεί η δικαστική ακρόαση του και με βάση, μεταξύ άλλων, άκρως υποκειμενικά κριτήρια όπως είναι η εκτίμηση της προσωπικότητας του. Η βαρύτητα επίσης του εγκλήματος που τέλεσε θα είναι ένα από τα συνεκτιμώμενα κριτήρια για τη μεταφορά του. Το στοιχείο αυτό βαίνει αντίθετα στις βασικές σωφρονιστικές αρχές που δεν επιτρέπουν τη διακριτική μεταχείριση του κρατουμένου ή τη στέρηση των δικαιωμάτων του, με βάση το παρελθόν του και κυριότερα το είδος του εγκλήματος που τέλεσε. Ο ατομικός φάκελος του κρατούμενου, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, θα διαβιβάζεται από την αρμόδια διεύθυνση του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων χωρίς να είναι σαφές ποιο αρμόδιο όργανο θα προβαίνει σε διαλογή και αξιολόγηση φακέλων κρατουμένων πριν την παραλαβή τους από τον αρμόδιο Εισαγγελέα.  
Επιπρόσθετο κριτήριο για τους παραπάνω κρατούμενους που θα χαρακτηρίζονται ως «επικίνδυνοι» θα είναι και η καταδίκη τους για ορισμένα πειθαρχικά αδικήματα που επιβάλλονται αρκετά συχνά από τις αρμόδιες Διοικήσεις των φυλακών ( όπως είναι η κατοχή αιχμηρών ή επικίνδυνων αντικειμένων ) και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν επιτρέπουν τη διάγνωση της επικινδυνότητας τους. Προβληματισμό εγείρει επίσης, το γεγονός πως δεν εξειδικεύεται από το νομοσχέδιο, ο χρόνος τέλεσης των πειθαρχικών αδικημάτων. Κατά τη διατύπωση του νομοσχεδίου ορίζοντας «….έχουν τελέσει τα εξής περιοριστικά αναφερόμενα πειθαρχικά αδικήματα…» θα μπορούσε να οδηγηθεί στις φυλακές υψίστης ασφαλείας κρατούμενος με πειθαρχικό αδίκημα που έχει παραγραφεί, κατά το σωφρονιστικό νόμο, από αυτά που αναφέρονται;
Πολύ σημαντικό είναι το γεγονός, πως το νομοσχέδιο προχωρά κατά παράβαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όπως η τελευταία επιβάλλεται από το Σύνταγμα αλλά και από τον ίδιο το Σωφρονιστικό Κώδικα, διότι η κράτηση στις φυλακές τύπου Γ θα συνεπάγεται καθολική αποστέρηση αδειών εξόδου, ευεργετικού υπολογισμού ημερών εργασίας και περιορισμούς στην επικοινωνία και τις επισκέψεις. Οι παραπάνω περιορισμοί αλλάζουν καθοριστικά τις αρχές της μέχρι σήμερα, σωφρονιστικής πολιτικής που στηρίζεται κρίσιμα, στην προσπάθεια του κρατουμένου να αποδείξει την καλή του διαγωγή προκειμένου να «κερδίσει» την ομαλή επανένταξη του στην κοινωνία και να διεκδικήσει μία ενδεχόμενη μείωση της ποινής του με βάση την εργατικότητα και την πειθαρχημένη συμπεριφορά του. Εκτιμούμε, πως η δίχως άλλο, αποστέρηση κάθε ελπίδας στον κρατούμενο να διεκδικήσει κάποια « ευεργετήματα » που προβλέπει ο σωφρονιστικός νόμος θα μετατρέψει την καθημερινή διαβίωση του σε αβάσταχτο ψυχολογικό βάσανο που όπως είναι φυσικό, δεν εξυπηρετεί καμία νόμιμη σκοπιμότητα.
 Επιπρόσθετα, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την πλήρη και ολοσχερή κατάργηση του τεκμηρίου αθωότητας όταν ακόμα και υπόδικοι μπορούν να δουν τις πόρτες των νέων φυλακών να κλείνουν πίσω τους κατά παράβαση και της ισχύουσας διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του ΣΚ που θέτει ως βασική αρχή οι συνθήκες διαβίωσης των υπόδικων να προσεγγίζουν κατά το δυνατόν τις συνθήκες της ελεύθερης διαβίωσης. Ας μη παραλείπουμε το γεγονός ότι παρά του ότι δεκάδες άνθρωποι έχουν διωχθεί για τα συγκεκριμένα αδικήματα και τελικά απαλλάχθηκαν των κατηγοριών, είτε με βούλευμα είτε στο ακροατήριο, με το νέο νομοσχέδιο τους επιφυλάσσεται προσωρινή κράτηση με τους δυσχερέστερους δυνατούς όρους.
Ο τρόπος με τον οποίο θα διατάζεται η κράτηση στις φυλακές τύπου Γ και η εξοντωτική διάρκεια αυτής, όπως αποτυπώνεται στην παράγραφο 7 του άρθρου 9 του σχεδίου νόμου, δημιουργεί μία αξεπέραστη ανασφάλεια δικαίου. Πλήρως αντισυνταγματική διάταξη θα προβλέπει τη δυνατότητα άσκησης προσφυγής στον ίδιο τον Υπουργό Δικαιοσύνης κατά εισαγγελικών διατάξεων αλλά και βουλευμάτων που θα εξετάζουν το ζήτημα της μεταγωγής ή μη, κάποιου κρατουμένου στην  φυλακή Γ’ τύπου μετά από άσκηση της προσφυγής του τελευταίου. Είναι δυστυχώς αληθές πως με την απόπειρα τέτοιας νομοθετικής πρόβλεψης, «εγκανιάζεται» με απαράδεκτο τρόπο η παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας στην άσκηση της δικαστικής και φυσικά, κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών.
Τέλος, η δημιουργία και θεσμοθέτηση φυλακών Τύπου Γ΄ βαίνει ευθέως κατά της θεμελιώδους αρχής του ποινικού δικαίου πως ο καθένας οφείλει να γνωρίζει τις συνέπειες της συμπεριφοράς του πριν από την πραγμάτωση αυτής. Οι συνέπειες αυτές δεν αναφέρονται μόνο στην επαπειλούμενη ποινή, αλλά προφανώς και στο σύνολο της ποινικής αντιμετώπισης, οργανικό τμήμα της οποίας είναι και οι συνθήκες κράτησης. Ως εκ τούτου, το παρόν νομοσχέδιο παγιδεύει παράνομα τους ήδη κρατούμενους και καταδικασθέντες για τα ως άνω αδικήματα που βρίσκονται αιφνιδιαστικά αντιμέτωποι με μία επιδείνωση της σωφρονιστικής τους κατάστασης.   
Για τους ανωτέρω ενδεικτικά αναφερόμενους λόγους ζητάμε λοιπόν, την άμεση απόσυρση του παράνομου και αντισυνταγματικού σχεδίου νόμου.

Για τις συνθήκες κράτησης στο νοσοκομείο κρατουμένων Κορυδαλλού - επιστολή του κρατουμένου Σάββα Ξηρού



Στο Νομικό Παρατηρητήριο εστάλη η παρακάτω επιστολή του Σάββα Ξηρού, την οποία αναδημοσιεύουμε αυτούσια. Ο Σάββας Ξηρός κρατείται στο νοσοκομείο παρά την κρισιμότατη κατάσταση της υγείας του η οποία επιβάλλει, εδώ και χρόνια, τη νοσηλεία του σε "πραγματικό" νοσοκομείο και τη διακοπή εκτέλεσης της ποινής του

" ΧΩΜΑΤΕΡΗ ΚΟΡΥΔΑΛΛΟΥ

Ο υπερπληθυσμός σε όλες τις φυλακές της χώρας και η ταυτόχρονη μείωση του κόστους κράτησης τα τελευταία χρόνια, με τις περικοπές στη σίτιση, τη θέρμανση και τα είδη καθαριότητας, ευνοούν ένα πλήθος ασθενειών και παθήσεων, που απαντώνται εν είδει επιδημίας σε κλειστούς χώρους, με συνέπεια και το Νοσοκομείο Κρατουμένων να ασφυκτιά. Στο συγκεκριμένο χώρο συσσωρεύονται άνθρωποι ασθενείς, ανάπηροι, χρονίως πάσχοντες, εξαρτημένοι και ταυτόχρονα κρατούμενοι. Η διττή αυτή ιδιότητα αποκλείει την επαρκή νοσηλεία σε οποιοδήποτε δημόσιο νοσοκομείο.
Για να γίνει αυτό κατανοητό, θα πρέπει να σκεφτούμε ότι το κάθε νοσοκομείο είναι ένας οργανισμός με ιεραρχική δομή, με το κάθε σκέλος του να έχει απόλυτα καθορισμένες δικαιοδοσίες και αρμοδιότητες, ειδικές ρυθμίσεις για την εσωτερική λειτουργία, ενώ υπάρχουν ακόμα και άγραφοι κανόνες συμπεριφοράς, όπως π.χ. ότι όταν μιλάει ο καθηγητής, οι άλλοι σιωπούν. Όταν, λοιπόν, χρειαστεί να νοσηλευτεί ένας κρατούμενος, τότε τον πρώτο λόγο τον έχει η φρουρά, που εκ των πραγμάτων αποτελεί ξένο σώμα σ’ αυτό τον οργανισμό και μάλιστα με υπερεξουσίες. Έχει δικαίωμα να ελέγχει τον καθηγητή, να διαμορφώνει το πρόγραμμά του, να προβαίνει σε επιλεκτικές απαγορεύσεις στο προσωπικό, να αλλάζει τη σειρά προτεραιότητας των εξεταζομένων, να ερευνά προσωπικούς χώρους, να επιβάλλει την παρουσία ενόπλων οπουδήποτε, διαταράσσοντας την ομαλή λειτουργία του νοσοκομείου. Άλλο ένα ισχυρό αντικίνητρο για πλήρη νοσηλεία είναι και η ευθυνοφοβία, λόγω του ότι η διπλή ιδιότητα του ασθενή-κρατούμενου θέτει τον γιατρό υπόλογο για κάθε πράξη ή παράλειψη που θα είχε αντίκτυπο στην κράτηση. Εκτός αυτού, ο γιατρός πολλές φορές βρίσκεται σε δίλημμα να καταφύγει σε μία χρονοβόρα ιατρική επέμβαση ή να αναλάβει κάποιο ρίσκο με την αναβολή της, προκειμένου να μην αντιπαρατεθεί με τις αρχές, εφόσον και η φρουρά, επίσης λόγω ευθυνοφοβίας, προτιμά –ενίοτε και προκαλεί– την όσο το δυνατόν ταχύτερη επιστροφή του κρατούμενου εντός των τειχών.
Η μόνη άμυνα απέναντι σε μια τέτοια αναταραχή είναι η απλή, όσο και ανεύθυνη, αποπομπή του ασθενή-κρατούμενου χωρίς πλήρη νοσηλεία. Έτσι, μετά τις απολύτως αναγκαίες ιατρικές πράξεις για παθήσεις που ενέχουν άμεσο κίνδυνο ζωής, ή μετά από διάγνωση που αποκλείει το παραπάνω, συμπληρώνεται το εξιτήριο, με άλλοθι ότι ο ασθενής ούτως ή άλλως επιστρέφει σε νοσοκομείο - αυτό των κρατουμένων.
Σε ένα νοσοκομείο όμως που συνωστίζονται άνθρωποι με ποικίλες παθήσεις, χωρίς επάρκεια φαρμάκων, με υποτυπώδη παρουσία γιατρών ή νοσηλευτικού προσωπικού, χωρίς μηχανήματα, χωρίς εργαστήρια, χωρίς χειρουργείο, χωρίς ούτε καν ένα ασθενοφόρο για επείγοντα περιστατικά. Ένα νοσοκομείο κατ’ όνομα, που χαρακτηρίζεται από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ως «αναρρωτήριο».
Εδώ, σε κάθε περίπτωση, το εξιτήριο από το δημόσιο νοσοκομείο που προηγήθηκε, επωμίζεται και την ευθύνη ώστε να διακοπεί η περαιτέρω νοσηλεία ή διερεύνηση των προβλημάτων υγείας και ο κρατούμενος να επιστρέψει στη φυλακή του. Στην περίπτωση δε που η φυλακή του αδυνατεί να του προσφέρει την απαραίτητη ιατρική φροντίδα, τότε επιστρέφει και εγκλωβίζεται χρονίως στο, μοναδικό για όλες τις φυλακές της Ελλάδας, Νοσοκομείο Κρατουμένων. Στο εξής θα επισκέπτεται δημόσιο νοσοκομείο όχι για πρόληψη, που είναι άγνωστη λέξη για τις φυλακές, αλλά μόνο σε οξεία επιδείνωση, όταν δηλαδή κατά κανόνα έχει ήδη συντελεστεί μια νέα, μη αναστρέψιμη βλάβη. Έτσι, λόγω ανύπαρκτου ή απαρχαιωμένου νομικού πλαισίου για την ανήκεστη βλάβη και για τη νοσηλεία, ή λόγω μη εφαρμογής του υπάρχοντος, οδηγούμαστε ένας ένας,  σταδιακά, προς τον «Θάλαμο 9», που είναι ο θάλαμος μελλοθανάτων.
Ο νόμος για την ανήκεστη βλάβη έχει θεσπιστεί με γνώμονα τον τρόπο λειτουργίας των νοσοκομείων πριν από αρκετές δεκαετίες, όταν θύμιζαν περισσότερο ξενοδοχεία. Όταν, για παράδειγμα, για μια απλή σκωληκοειδίτιδα έπρεπε ο ασθενής να παραμείνει στο νοσοκομείο έως και δέκα μέρες, ενώ σήμερα φεύγει εντός του εικοσιτετραώρου. Ο υπάρχων νόμος απαιτεί την πολύμηνη παραμονή του ασθενή σε δημόσιο νοσοκομείο, πριν επιτρέψει υποβολή αίτησης για κατ’ οίκον νοσηλεία, τον μόνο ενδεδειγμένο σήμερα τρόπο για έναν χρονίως πάσχοντα, καθώς μόνο τότε χάνει τη διπλή ιδιότητα-εμπόδιο του ασθενή-κρατούμενου και μπορεί να έχει πλήρη και απρόσκοπτη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Παρ’ όλα αυτά, ακόμα κι έτσι, τα δικαστήρια δεν αναγνωρίζουν ως τέτοια την παραμονή μας στο Νοσοκομείο Κρατουμένων, θεωρώντας το, κατά το προφανές, ως αναρρωτήριο. Σύμφωνα όμως με τον Σωφρονιστικό Κώδικα, ένας κρατούμενος μπορεί να παραμείνει στο αναρρωτήριο μέχρι σαράντα μέρες. Μετά είτε επιστρέφει υγιής στη φυλακή του, είτε, διαφορετικά, παραπέμπεται σε νοσοκομείο.  Το πρόβλημα αυτό ξεπερνιέται τυπικά –εις βάρος πάντα των ασθενών-κρατουμένων– όταν το εν λόγω αναρρωτήριο φέρει υποκριτικά την ταμπέλα «νοσοκομείο», μια ασάφεια που η ερμηνεία της επαφίεται σε κάθε περίπτωση στη διακριτική ευχέρεια των δικαστηρίων.
Με λίγα λόγια, το νομικό κενό στο θέμα της νοσηλείας κρατουμένων καλύπτεται απ’ αυτό τον επικίνδυνο παραλογισμό και, παράλληλα, το νομικό κενό για την ανήκεστη βλάβη οδηγεί νομοτελειακά στον «Θάλαμο 9», με την έλλειψη του αναγκαίου και εξειδικευμένου προσωπικού και μέσων να επιταχύνει αυτή την κατάληξη.
Το πρόβλημα, επομένως, δεν λύνεται με έναν εν μέρει ανθρωπιστικό, εν μέρει εκδικητικό νόμο-λαχείο, που θα κληρώνει στον λήγοντα της ποινής, αποβλέποντας μόνο στην εφήμερη αποσυμφόρηση, ούτε με έναν νόμο που θα εντάσσει τυπικά το υπάρχον νοσοκομείο κρατουμένων στον ΕΟΠΥY. Άλλωστε, τυπικά είναι ενταγμένο ήδη εδώ και χρόνια και στο ΕΣΥ.
Χρειάζονται πραγματικές λύσεις. Το νοσοκομείο να είναι νοσοκομείο, όπως αυτά που γνωρίζουμε, η νοσηλεία να επεκτείνεται και πέρα από τον σημερινό αγώνα επιβίωσης και ο νόμος για την ανήκεστη βλάβη να θεσπιστεί με βάση τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Και αν ο φόβος των αρχών είναι μην τυχόν και αποφυλακιστούν εγκληματίες νωρίτερα απ’ ότι ούτως ή άλλως θα αποφυλακίζονταν, ας φροντίσουν όσο τους έχουν στα χέρια τους να τους δώσουν ευκαιρίες για το αντίθετο. Διαφορετικά, τουλάχιστον ας μην παραδέχονται ξεδιάντροπα ότι το σωφρονιστικό τους σύστημα παράγει εγκληματίες."
Σάββας Ξηρός
Ν.Κ. Κορυδαλλού
11/3/2014